4/9/09

Θρήνος Μεγαλοβδομαδιάτικος






Aγόρι μου, ανάσα μου, τα 'χω χαμένα. Περίμενα το σπίτι να γεμίσει ευωδιές πασχαλιάτικα. Και μύρισε λιβάνι και θάνατο. Δεν ξέρω που βρίσκομαι, γιατί βρίσκομαι, πού θα πάω. Σε άσπρο κλουβί του ονείρου σου, του ονείρου μας σε πήραν και σ' απόθεσαν. Πρέπει να φροντίσω. Να σου φέρω τα πράγματα που ζήταγες και σου τ'αρνιόμουνα. Πού να 'ρθω που δε με κρατάν τα πόδια μου; Πού να 'ρθω που σκοτείνιασαν τα μάτια μου; Εκείνα τα αθλητικά παπούτσια. Θυμάσαι; Μαλώναμε και δεν στα έπαιρνα. Και το ποντίκι του κομπιούτερ σου πρέπει να σου το φέρω. Είχε γίνει ένα με το χέρι σου. "Παράτα το" σου φώναζα. Παράτα το. Κι εσύ με πήρες στα σοβαρά...

Είναι η μορφή σου εδώ, εκεί, παντού. Είναι η φωνή σου στη φωνή μου, η ανάσα σου στα πνευμόνια μου. Μ' αποπήρες στο τελευταίο τηλεφώνημα. "Έρχομαι ρε μάνα, σταμάτα να τηλεφωνάς, θα το κλείσω." Θα το κλείσω. Θεέ μου το μπουφάν σου! Πόσο το αγαπάς αυτό το μπουφάν! Σε κυνηγώ για να το πλύνω. Ας ερχόσουν καμάρι μου κι ας το φορούσες λερό, όπως μου το φέραν χθες... Στον καθρέφτη που ξύριζες σοβαρός-σοβαρός, αντράκι ολόκληρο, τα πρώτα σου γένια ψάχνω τη μορφή σου. Βλέπω μόνο τη δικιά μου. Αγνώριστη, τρελή και με λυπάμαι που μούλαχε ο πρώτος ρόλος σε αρχαία τραγωδία. Ψάχνω τη μορφή σου για να σου βάλω τις φωνές που με ξεγέλασες. "Σε μια ώρα φτάνουμε, περάσαμε τη Λάρισα". Μου το υποσχέθηκες μα δεν το κράτησες. Ξεγλίστρησες όπως η άμμος μέσα απ' τα δάχτυλά μας, όταν παίζαμε στις ακροθαλασσιές σαν ήσουνα μικρός. Ψάχνω το χέρι σου να κρατηθώ, για ν' ανέβουμε μαζί αυτόν τον Γολγοθά. Τόσο ψηλό βουνό πώς θα το περάσω μοναχή μου; Πώς να σταθώ μπρος στη δική σου σταύρωση άγγελέ μου; Θέλω τα χείλη σου στη κούπα που αγαπάς. Θέλω τη μεγάλη σου αγκαλιά.

Θέλω τα χεράκια σου γύρω στους ώμους μου που λύγισαν από το βάρος του ασήκωτου φορτίου της Κυριακής. Με πέρασες στο μπόι και καμαρώνω. Πρέπει να σου χαρίσω το κινητό που σου αγόρασα. "Δεν θα ξοδέψω τα λεφτά της εκδρομής μαμά για να αγοράσω κινητό..." Κι εγώ που το κρατούσα για έκπληξη στα γενέθλιά σου; Μένανε μονάχα λίγες μέρες για να στο δώσω. Θέλω πίσω την ζωή σου. Θέλω πίσω την ζωή μας. "Είμαστε στην Αθήνα μάνα και βγήκαμε για ψώνια. Τί να σου πάρω; Βρήκα ένα ωραίο κόλπο για τον φραπέ... Α! Πηρα και τον Φοίβο για μένα..." Μάτωσε ο Φοίβος. Σύρθηκε στην κόλαση... Εσένα θέλω αστέρι μου. Εσένα. Κι έρχεται Πάσχα.


Μακροχώρι Βέροιας 16 Απριλίου 2003, 17.00 μ.μ. δίπλα σε 50 σακ βουαγιάζ και αραδιασμένα στη σειρά ματωμένα προσωπικά αντικείμενα...

Δεν υπάρχουν σχόλια: