28/9/09

Όλα γυρίζουν...



Όλα γυρίζουν μες το μυαλό μου
σαν να χω πιει του κόσμου το κρασί
σαν μια ταινία έρχεται εμπρός μου
η πρώτη νύχτα που ΄μαστε μαζί

Κι εσύ κάθεσαι δίπλα
εφημερίδα διαβάζεις
σε ζητούν στο τηλέφωνο
ησυχία φωνάζεις
χαμηλώνω το ράδιο
χαμηλώνεις τα μάτια
να μη δεις την απόγνωση
και την τόση απομόνωση

Κοιτάς το σπίτι που είναι γεμάτο
όλα δικά μας μα τίποτα για μας
με ένα άδειο βλέμμα τόσο φευγάτο
ίδιο με αυτό που λες πως μ΄ αγαπάς

Κι όμως κάθεσαι δίπλα μου
βιβλία διαβάζεις
σε ζητούν στο τηλέφωνο
ησυχία φωνάζεις
χαμηλώνω το ράδιο
χαμηλώνεις τα μάτια
να μη δεις την απόγνωση
και την τόση απομόνωση

Έξι-εφτά δεκάδες μέρες, διπλές κούπες με καφέ, στολίδια στους τοίχους, το ραδιόφωνο σιγά και η ντουλάπα γεμάτη. Όνειρα μισά, σκέψεις μισές, καρδιές τσαλακωμένες.

23/9/09

Η μορφή του πεθαμένου με φοβίζει...



Στο ταβάνι τα σημάδια απ τον καπνό
δέκα χρόνια κι ούτε μια φωτογραφία
το μυαλό μου βασανίζει η γεωγραφία
και πλανιέμαι σ έναν κόσμο μακρινό

Καταπέλτης πέφτει ο ήχος της σιωπής
το κλειδί στην κλειδαρότρυπα γυρίζει
η μορφή του πεθαμένου με φοβίζει
κι εσύ πηγές στον καθρέφτη να τα πεις

Στο δωμάτιο ξεχείλισε το φως
και το όνειρο απόμεινε στη μέση
ποιος τη λύση να μου δώσει θα μπορέσει
τώρα που φύγε για πάντα ο κηπουρός

Μεσημέρι και με θάμπωσαν τα φλας
στο καντήλι το φυτίλι ν αργοσβήνει
το μπαούλο να μυρίζει ναφθαλίνη
κι εσύ ακόμα στον καθρέφτη να μιλάς

*** Tραγούδι σε στίχους και μουσική Νίκου Βερόπουλου, όμορφα ερμηνευνένο από την Χάρις Αλεξίου το 1988.

15/9/09

Στάση ζωής



Αναρωτιέμαι αν το γράψιμο είναι εκτόνωση ή βουτιά στο κενό. Χωρίς αλεξίπτωτο. Σίγουρος θάνατος. Κι αν ζήσεις ; Ανάπηρος πια, μισείς τους ανθρώπους που σε λυπούνται. Μισείς αυτόν στον οποίο χρωστάς την ύπαρξή σου. Αυτόν που τυχαία πέρασε από κάτω και σου έκοψε τη φόρα προς τον θάνατο.

Φάτσες κοινές, αδιάφορες καρφώνουν τα βλέμματά τους πάνω σου. Σου μοιάζουν το ίδιο φαιδρές με τη δικιά σου. Κι αν κάποια από αυτές τολμήσει να σου χαμογελάσει δε διστάζεις με μια σου μόνο κίνηση, με μια σου λέξη, με μια ματιά, να την επαναφέρεις στην πρότερη κατάσταση. Γίνεσαι σκληρός, χυδαία κυνικός, λες και έτσι θα καταφέρεις να επιβεβαιώσεις την ορθότητα των αποφάσεών σου. Στρέφεσαι σε πράγματα ψυχρά και άψυχα.

Συναναστρέφεσαι καθημερινά μαζί τους γιατί δεν έχουν φωνή να σου μιλήσουν και ικανοποιημένος που δεν σου φέρνουν καμία αντίρρηση τα καληνυχτίζεις και πέφτεις για υπνο στο υπέρδιπλο-μονό κρεβάτι σου. Τα όνειρά σου με ληξιαρχική πράξη και κάθε επισημότητα μετονομάστηκαν σε εφιάλτες. Ξυπνάς. "Θέλω να φωνάξω δυνατά πως είσαι τέρας. Μ 'ακούς; Πως είμαι τέρας..."

5/9/09

Η βόλτα, γένους θηλυκού...

Eντάξει, δεν θα είχε εξελιχθεί έτσι η βόλτα μας αν είχα καταλάβει νωρίτερα το θνησιγενές του πράγματος. Ίσως έκανα μια δυο στάσεις παραπάνω στον κήπο για να σου προσφέρω λίγα κόκκινα τριαντάφυλλα. Και ίσως έτσι να επιβεβαιώνεται το -κλισέ κατά τ'άλλα - απόφθεγμα που κάνει λόγο για την αξία του ταξιδιού! Για να έχει και το νόστιμον ήμαρ τη γλυκόπικρη γεύση του τέλους.

Σε θυμάμαι να τριγυρνάς στο δωμάτιο αλλά ποτέ δεν μπόρεσα να εξηγήσω πως κατάφερες να αφήσεις τα σημάδια σου ανεξίτηλα σε κάθε του γωνιά, χωρίς να ακούγονται τα βήματά σου, χωρίς να αφήνεις πατημασιές. Η αέρινη παρουσία σου, ο εξουσιασμός της σκέψης και των συναισθημάτων μου θαρρείς σου έδιναν θεϊκή υπόσταση κι εγώ ο τρελός το κατάλαβα τη στιγμή της προδοσίας, λίγο πριν τη Σταύρωση. Αναρωτιέμαι ποιος έπαιξε τον ρόλο του Ιούδα. Ποιος προσέφερε τόσο απλόχερα τριάντα αργύρια;

Κι αν ο δρόμος δεν ήταν ποτέ στρωμένος με ροδοπέταλα, θα σ' έπαιρνα αγκαλιά να τον βαδίσουμε μαζί, να πατήσω εγώ τ'αγκάθια της διχόνοιας. Στο διαμαντένιο κλουβί που κλειστήκαμε, όμως, δεν αφήσαμε μια χαραμάδα για να μπει το φως της μέρας. Κι έτσι μες στη νύχτα χαθήκαμε σαν δυο βεγγαλικά. Τα πυροτεχνήματα αστερισμέ μου ξέραμε πως κραταν για μία, μονάχα μια στιγμή.
Σ.Λ.

4/9/09

Θρήνος Μεγαλοβδομαδιάτικος






Aγόρι μου, ανάσα μου, τα 'χω χαμένα. Περίμενα το σπίτι να γεμίσει ευωδιές πασχαλιάτικα. Και μύρισε λιβάνι και θάνατο. Δεν ξέρω που βρίσκομαι, γιατί βρίσκομαι, πού θα πάω. Σε άσπρο κλουβί του ονείρου σου, του ονείρου μας σε πήραν και σ' απόθεσαν. Πρέπει να φροντίσω. Να σου φέρω τα πράγματα που ζήταγες και σου τ'αρνιόμουνα. Πού να 'ρθω που δε με κρατάν τα πόδια μου; Πού να 'ρθω που σκοτείνιασαν τα μάτια μου; Εκείνα τα αθλητικά παπούτσια. Θυμάσαι; Μαλώναμε και δεν στα έπαιρνα. Και το ποντίκι του κομπιούτερ σου πρέπει να σου το φέρω. Είχε γίνει ένα με το χέρι σου. "Παράτα το" σου φώναζα. Παράτα το. Κι εσύ με πήρες στα σοβαρά...

Είναι η μορφή σου εδώ, εκεί, παντού. Είναι η φωνή σου στη φωνή μου, η ανάσα σου στα πνευμόνια μου. Μ' αποπήρες στο τελευταίο τηλεφώνημα. "Έρχομαι ρε μάνα, σταμάτα να τηλεφωνάς, θα το κλείσω." Θα το κλείσω. Θεέ μου το μπουφάν σου! Πόσο το αγαπάς αυτό το μπουφάν! Σε κυνηγώ για να το πλύνω. Ας ερχόσουν καμάρι μου κι ας το φορούσες λερό, όπως μου το φέραν χθες... Στον καθρέφτη που ξύριζες σοβαρός-σοβαρός, αντράκι ολόκληρο, τα πρώτα σου γένια ψάχνω τη μορφή σου. Βλέπω μόνο τη δικιά μου. Αγνώριστη, τρελή και με λυπάμαι που μούλαχε ο πρώτος ρόλος σε αρχαία τραγωδία. Ψάχνω τη μορφή σου για να σου βάλω τις φωνές που με ξεγέλασες. "Σε μια ώρα φτάνουμε, περάσαμε τη Λάρισα". Μου το υποσχέθηκες μα δεν το κράτησες. Ξεγλίστρησες όπως η άμμος μέσα απ' τα δάχτυλά μας, όταν παίζαμε στις ακροθαλασσιές σαν ήσουνα μικρός. Ψάχνω το χέρι σου να κρατηθώ, για ν' ανέβουμε μαζί αυτόν τον Γολγοθά. Τόσο ψηλό βουνό πώς θα το περάσω μοναχή μου; Πώς να σταθώ μπρος στη δική σου σταύρωση άγγελέ μου; Θέλω τα χείλη σου στη κούπα που αγαπάς. Θέλω τη μεγάλη σου αγκαλιά.

Θέλω τα χεράκια σου γύρω στους ώμους μου που λύγισαν από το βάρος του ασήκωτου φορτίου της Κυριακής. Με πέρασες στο μπόι και καμαρώνω. Πρέπει να σου χαρίσω το κινητό που σου αγόρασα. "Δεν θα ξοδέψω τα λεφτά της εκδρομής μαμά για να αγοράσω κινητό..." Κι εγώ που το κρατούσα για έκπληξη στα γενέθλιά σου; Μένανε μονάχα λίγες μέρες για να στο δώσω. Θέλω πίσω την ζωή σου. Θέλω πίσω την ζωή μας. "Είμαστε στην Αθήνα μάνα και βγήκαμε για ψώνια. Τί να σου πάρω; Βρήκα ένα ωραίο κόλπο για τον φραπέ... Α! Πηρα και τον Φοίβο για μένα..." Μάτωσε ο Φοίβος. Σύρθηκε στην κόλαση... Εσένα θέλω αστέρι μου. Εσένα. Κι έρχεται Πάσχα.


Μακροχώρι Βέροιας 16 Απριλίου 2003, 17.00 μ.μ. δίπλα σε 50 σακ βουαγιάζ και αραδιασμένα στη σειρά ματωμένα προσωπικά αντικείμενα...

3/9/09

Όσες μου απόμειναν αισθήσεις

Άνοιξε τα μάτια και κλείσε μου το στόμα. Έτσι ώστε να μπορώ να κοιτάζω την ανυπέρβλητη ομορφιά της προσμονής σου χωρίς να μιλώ με την απουσία σου στον καθρέφτη...

Το φευγιό...

Ήρθες και ξάπλωσες πλάι μου, το τελευταίο εκείνο βράδυ, αθόρυβα, σχεδόν ιεροτελεστικά, φοβούμενη μήπως ταράξεις τη σιωπή που ηχούσε τόσο εκκωφαντικά στ'αυτιά μου... Όπως ακριβώς την πρώτη φορά. Χωρίς φανφάρες και τυμπανοκρουσίες. Ο αιφνιδιασμός το αγαπημένο σου παιχνίδι. Τουλάχιστον έτσι το έκανες εσύ να μοιάζει. Aκούμπησες τα χέρια σου στα χέρια μου, το πρόσωπο σου στο δικό μου και δοκίμασες να σπάσεις το τοίχος που υψωνόταν ανάμεσά μας με ένα δειλό αλλά καθόλα αληθινό χαμόγελο. Κι ένα χάδι. Ανταποκρίθηκα, ίσως κομμάτι μηχανικά, αλλά σίγουρα ανταποκρίθηκα και προσπάθησα να βολευτώ στην αγκαλιά σου. Έκαιγες και μπορούσα με ευκολία να νιώσω την ανάσα σου στο πρόσωπό μου. Όχι, δεν μύριζε μέντα, ούτε δυόσμο. Τσιγάρο και ίσως μια υποψία αλκοόλ το πανάκριβο άρωμά σου.

Μ'έσφιξες πιο δυνατά πάνω σου σαν να ήθελες να ρουφήξεις και την τελευταία ρανίδα του ασθενικού αίματός μου. Ως ένα εξωκοσμικό πλάσμα που τρέφεται από την ενέργειά μου και μου αφήνει τόση ώστε να καταφέρω μετά βίας να μαζέψω τα κομμάτια μου και να ανασυντάξω τις δυνάμεις μου στο έρεβος που με τόση ευκολία με αφήνεις να χαθώ. "Ήρθε η ώρα" τόλμησες να πεις, άνοιξες το παράθυρο και πέταξες στο σκοτάδι που τεχνηέντως είχες φροντίσει πρωτύτερα να απλωθεί τριγύρω μου. Να θυμάσαι, αν πουλήσεις την ψυχή σου στον διάβολο, εκείνος θα βρει την ευκαιρία και θα την βγάλει στο σφυρί.

Πρωτοχρονιά του 19..